Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συναλλάσσομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναλλάσσομαι [sinalásome] Ρ2.2β : 1.έχω εμπορικές συναλλαγές με κπ.: ~ με παραγωγούς / με εμπορικούς οίκους του εσωτερικού και του εξωτερικού. Οι συναλλασσόμενοι με τις τράπεζες, όσοι έχουν δοσοληψίες. 2. (μτφ.) κάνω ή δέχομαι αθέμιτες προσφορές με σκοπό την επίτευξη μιας συμφωνίας, για την εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων, κάνω συναλλαγή.

[λόγ.: 1: αρχ. συναλλάσσω μέσο ίσως κατά το εμπορεύομαι· 2: σημδ. γαλλ. trafiquer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες