Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναισθηματισμός ο [sinesθimatizmós] Ο17 : η τάση ενός ατόμου να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις συναισθηματικά και όχι ρεαλιστικά και αντικειμενικά. || (πληθ.) ενέργειες που υπαγορεύονται από συναισθηματισμό: Άφησε τους συναισθηματισμούς και κοίταξε το συμφέρον σου.
[λόγ. συναισθηματ- (συναίσθημα) -ισμός μτφρδ. γαλλ. sentimentalisme]