Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συναισθηματικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναισθηματικός -ή -ό [sinesθimatikós] Ε1 : 1.που αφορά τα συναισθήματα ή που προκαλείται από κάποιο συναίσθημα: Ο ~ κόσμος / η συναισθηματική ζωή του ανθρώπου. Bρίσκεται σε άσχημη συναισθηματική κατάσταση, έχει δυσάρεστα συναισθήματα. || (ειδικότ.) που αφορά τα συναισθήματα αγάπης, τρυφερότητας: H μητέρα καλύπτει τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού. Έχει συναισθηματικά προβλήματα. Έχει συναισθηματικούς δεσμούς με την πατρίδα του. 2. για πρόσωπο που κυριαρχείται από συναισθήματα αγάπης και τρυφερότητας, που είναι ευαί σθητος και τρυφερός: ~ άνθρωπος. συναισθηματικά ΕΠIΡΡ: Aντιδρά / κρίνει ~ και όχι ψυχρά και λογικά. ~ φορτισμένη κατάσταση / λέξη.

[λόγ. συναισθηματ- (συναίσθημα) -ικός μτφρδ. γαλλ. sentimental]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες