Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναισθάνομαι [sinesθánome] Ρ7.2β (χωρίς μππ.) : έχω πλήρη συνείδη ση, πλήρη επίγνωση μιας κατάστασης που με αφορά άμεσα και την οποία πρέπει να αντιμετωπίσω: Συναισθάνθηκε το σφάλμα του και προσπάθησε να το επανορθώσει. ~ τον κίνδυνο που με απειλεί / το μέγεθος των ευθυνών που έχω επωμιστεί. || κατανοώ, νιώθω τη δυσάρεστη κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος.
[λόγ. < αρχ. συναισθάνομαι]