Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναιρώ [sineró] -ούμαι Ρ10.9 αόρ. συναίρεσα, απαρέμφ. συναιρέσει, παθ. αόρ. συναιρέθηκα, απαρέμφ. συναιρεθεί, μππ. συνηρημένος* και (σπάν.) συναιρεμένος (συνήθ. παθ.) : για φωνήεντα που παθαίνουν συναίρεση: Tο “α” και το “ω” συναιρούνται σε “ω”.
[λόγ. < ελνστ. συναιρῶ, αρχ. σημ.: `αρπάζω μαζί΄]