Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναδελφικός -ή -ό [sinaδelfikós] & συναδερφικός -ή -ό [sinaδerfikós] Ε1 : που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε συναδέλφους: Συναδελφικές σχέσεις. Συναδελφική αλληλεγγύη / συμπεριφορά. Mε συναδελφικούς χαιρετισμούς, στο τέλος γράμματος ή μηνύματος.
συναδελφικά & συναδερφικά ΕΠIΡΡ με τρόπο που υπαγορεύουν οι καλές σχέσεις μεταξύ συναδέλφων: Mου φέρθηκε πολύ ~. [λόγ. συνάδελφ(ος) -ικός· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το συνάδελφος > συνάδερφος]