Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναγωνιστικός -ή -ό [sinaγonistikós] Ε1 : που αναφέρεται: 1. στο συνα γωνισμό. 2. στο συναγωνιστή.
συναγωνιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: συναγωνισ- (συναγωνίζομαι) -τικός· 2: συναγωνιστ(ής) -ικός]