Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναγωνιστής ο [sinaγonistís] Ο7 θηλ. συναγωνίστρια [sinaγonístria] Ο27 : αυτός που συμμετέχει σε έναν πολεμικό ή πολιτικοϊδεολογικό αγώ να, στη σχέση του με άλλον ή άλλους αγωνιστές. || ως προσφώνηση ή ως προσωνυμία ανάμεσα σε μέλη μιας ομάδας αγωνιστών.
[λόγ. < αρχ. συναγωνιστής· λόγ. συναγωνισ(τής) -τρια]