Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συναγερμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναγερμός ο [sinajermós] Ο17 : 1.γενική κινητοποίηση σε έκτακτες περιστάσεις. α. συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων ή ανδρών στρατιωτι κά οργανωμένων σωμάτων, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης: Δόθηκε το σήμα του συναγερμού σε όλες τις στρατιωτικές μονάδες. Οι αστυνομικές δυνάμεις βρίσκονται σε κατάσταση συναγερμού. β. κατάσταση άμυνας που επιβάλλεται στον άμαχο πληθυσμό σε περίοδο πολέμου: Στη διάρκεια των συναγερμών ο κόσμος έμενε στα καταφύγια. Aρχίζει / τελειώνει ο ~. Οι σειρήνες χτύπησαν τη λήξη του συναγερμού. γ. ομαδική κινητοποίηση ή δραστηριοποίηση αρμόδιων υπηρεσιών, για την αντιμετώπιση μιας έκτακτης ανάγκης: Όλοι οι κάτοικοι βρίσκονται σε κατάσταση συναγερμού, για να εμποδίσουν την εξάπλωση της φωτιάς. Θα χρειαστεί ένας πανεθνικός ~ για την προστασία του περιβάλλοντος. H ρύπανση ξεπέρασε το όριο συναγερμού. || ~ στο σχολείο για την προετοιμασία της γιορτής. 2. ηχητικό ή φωτεινό σήμα που δηλώνει την εμφάνιση κάποιου κινδύνου: Σήμανε / χτύπησε / άναψε ο ~. Aκούω το συναγερμό. || σύστημα ασφαλείας που ειδοποιεί, με παρατεταμένο συριγμό, ότι γίνεται προσπάθεια παραβίασης ενός χώρου, αντικειμένου κτλ.: Tα κοσμηματοπωλεία / τα μουσεία έχουν συστήματα συναγερμού. Έβαλε στο αυτοκίνητο / στο χρηματοκιβώτιο συναγερμό.

[λόγ. < ελνστ. συναγερμός `συγκέντρωση΄ σημδ. γαλλ. alarme `πρόσκληση σε συγκέντρωση (στα όπλα) των στρατιωτών σε περίπτωση επίθεσης΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες