Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναίνεση η [sinénesi] Ο33 : συγκατάθεση, συμφωνία: Tα αυστηρά οικονομικά μέτρα απαιτούν κοινωνική ~. H κυβέρνηση ζήτησε τη ~ όλων των κομμάτων, για να πετύχει η εφαρμογή του προγράμματός της. Διέκοψε το σχολείο χωρίς τη ~ των γονέων του. || (απαρχ. έκφρ.) κοινή συναινέσει, με κοινή συναίνεση, συναινετικά: Tο διαζύγιο βγήκε κοινή συναινέσει.
[λόγ. < ελνστ. συναίνε(σις) -ση]