Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνέταιρος ο [sinéteros] Ο20α & συνεταίρος ο [sinetéros] Ο18 θηλ. συνέταιρος [sinéteros] Ο36 : συνεργάτης και συνιδιοκτήτης επιχείρησης. || (επέκτ., συνήθ. ειρ.) συνεργάτης σε οποιοδήποτε έργο: Οι συνέταιροι στην κυβέρνηση συνασπισμού, τα συνεργαζόμενα κόμματα.
συνεταιράκι το YΠΟKΟΡ (συναισθ.) συνέταιρος σε μια μικρή επιχείρηση. [λόγ. < αρχ. συνέταιρος `σύντροφος΄ σημδ. γαλλ. associé· σφαλερή μετακ. τόνου κατά το εταίρος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]