Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνένζυμο το [sinénzimo] Ο40 : στη βιοχημεία, τμήμα ενός ενζύμου που δεν περιέχει πρωτεΐνες.
[λόγ. συν- ένζυμο μτφρδ. γερμ. Koenzym < Ko- `συν-΄ + Εnzym = ένζυμο]