Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνάλλαγμα το [sinálaγma] Ο49 : κάθε οικονομικός τίτλος (νόμισμα, γραμμάτιο, επιταγή κτλ.) που αφορά υποχρέωση πληρωμής σε ξένο νόμισμα στις διεθνείς συναλλαγές: Πληρώνω κτ. σε ~. || τα ξένα νομίσματα που υπάρχουν σε μια χώρα: Aγορά / πώληση / τιμή / λαθρεμπόριο συναλλάγματος. Σκληρό ~, σε σκληρό νόμισμα. Εισροή συναλλάγματος από τη ναυτιλία / τον τουρισμό. Tον συνέλαβαν για παράνομη κατοχή / εξαγωγή συναλλάγματος. Σπουδαστικό ~, που δικαιούται όποιος σπουδάζει στο εξωτερικό. Tουριστικό ~, που δικαιούται όποιος ταξιδεύει στο εξωτερικό ή που εισάγεται στη χώρα από τους ξένους τουρίστες.
[λόγ. < αρχ. συνάλλαγμα `συμφωνητικό΄ σημδ. αγγλ. exchange & γαλλ. change]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναλλαγματική η [sinalaγmatikí] Ο29 : επίσημο έγγραφο, συνταγμένο σύμφωνα με ορισμένους τύπους, με το οποίο ένα πρόσωπο, ο εκδότης, δίνει εντολή σε κπ. άλλον, τον αποδέκτη, να πληρώσει σε έναν τρίτο, τον κομιστή, ένα ορισμένο ποσό χρημάτων και μέσα σε ορισμένη προθεσμία: Εκδίδω / υπογράφω μια ~. Εξόφληση / προεξόφληση / λήξη / διαμαρτύρηση μιας συναλλαγματικής. ~ χωρίς αντίκρισμα. Aγόρασε ένα αυτοκίνητο με δόσεις που θα τις εξοφλήσει με συναλλαγματικές.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. επιθ. (ενν. επιστολή) < αρχ. συναλλαγματικός `για συμφωνητικό΄ σημδ. γαλλ. lettre de change]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναλλαγματικός -ή -ό [sinalaγmatikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με το συνάλλαγμα: Συναλλαγματική πολιτική, που αφορά τη συναλλαγματική τι μή του εθνικού νομίσματος. Συναλλαγματικοί περιορισμοί, που αφορούν την εξαγωγή συναλλάγματος. Οι συναλλαγματικές διακυμάνσεις δυσχεραίνουν το διεθνές εμπόριο. Συναλλαγματική ισοτιμία. 2. που αποτελείται από συνάλλαγμα: Συναλλαγματικά αποθέματα / διαθέσιμα μιας χώρας, τα ξένα νομίσματα και ο χρυσός που έχει στη διάθεσή της η κεντρική τράπεζα.
[λόγ. < αρχ. συναλλαγματικός `για συμφωνητικό΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. συνάλλαγμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναλλαγματοφόρος -ος / -α -ο [sinalaγmatofóros] Ε14 : που αποφέρει συνάλλαγμα: Ο τουρισμός είναι μία από τις πιο συναλλαγματοφόρες δραστηριότητες.
[λόγ. συναλλαγματ- (συνάλλαγμα) -ο- + -φόρος]