Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμψηφίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμψηφίζω [simpsifízo] -ομαι Ρ2.1 : συνυπολογίζω ένα μέγεθος μαζί με ένα άλλο. 1α. αφαιρώ από το ποσό που οφείλει ή που δικαιούται κάποιος, το ποσό που δικαιούται να λάβει ή που οφείλει να δώσει και έτσι εξοφλούνται τα αμοιβαία χρέη: Tο περσινό μου χρέος στην εφορία θα συμψηφιστεί με τη φετινή επιστροφή φόρου. ~ κέρδη και ζημιές. || βγάζω το μέσο όρο δύο ή περισσότερων βαθμών του ίδιου ή διαφορετικών μαθημάτων, ώστε να καλυφθεί η διαφορά του βαθμού που είναι κάτω από τη βάση. β. (νομ.) συγχωνεύω κάποια ποινή σε μια άλλη μεγαλύτερη. 2. (μτφ.) συγχωρώ, παραγράφω κτ. αμοιβαία: Tα σημερινά σκάνδαλα πρέπει να τιμωρηθούν και όχι να συμψηφιστούν με τα σκάνδαλα της προηγούμενης ηγεσίας.

[λόγ. < ελνστ. συμψηφίζω `συνυπολογίζω΄, αρχ. σημ.: `ψηφίζω μαζί΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες