Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμφύρω [simfíro] -ομαι Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) παθ. αόρ. συμφύρθηκα, απαρέμφ. συμφυρθεί, μππ. συμφυρμένος : (λόγ.) αναμειγνύω στοιχεία χωρίς τάξη και οργανική σύνδεση. 1. (συνήθ. παθ.): Στη μελέτη του συμφύρονται πληροφορίες, εικασίες, προσωπικές απόψεις, δεδομένα χωρίς να κατατάσσονται και να αξιολογούνται. 2. (παθ.) βρίσκομαι στον ίδιο χώρο ή συμβιώνω με άτομα ποικίλης προέλευσης και συνήθ. κακής φήμης.
[λόγ. < ελνστ. συμφύρω `ανακατώνω΄, αρχ. σημ.: `ζυμώνω μαζί΄]