Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμφωνώ [simfonó] -είται στη σημ. 1β Ρ10.9 : 1α.έχω την ίδια γνώμη με κπ. άλλον. ANT διαφωνώ: Όλοι συμφωνούν ότι η νεολαία είναι το θεμέλιο του έθνους. Δε ~ με την απόφασή σου. Συμφωνείς να πάμε εκδρομή; ~ απόλυτα. ~ ότι δεν έπρεπε να μιλήσω, παραδέχομαι. (έκφρ.) ~ και επαυξάνω*. || έχω την ίδια νοοτροπία με κπ., έτσι ώστε να είναι δυνατή η αρμονική συμβίωση: Xώρισαν γιατί δε συμφωνούσαν. β. κάνω συμφωνία με κπ.: Εργοδότης και εργαζόμενοι συμφώνησαν να αυξηθεί το ημερομίσθιο. Συμφωνήθηκε η παραχώρηση του οικοπέδου στη σχολική εφορεία. Όλα είναι συμφωνημένα και ως ουσ. Δεν τηρήθηκαν τα συμφωνημένα. || (απρόσ.): Συμφωνήθηκε να
|| ~ κτ., συμφωνώ για κτ.: Συμφωνήσαμε την τιμή. (προφ.) ~ κπ., κάνω συμφωνία με κπ., για να μου προσφέρει κάποια υπηρεσία: Συμφώνησα τον υδραυλικό να έρθει αύριο. || για συνεννόηση σε προσωπικές σχέσεις: Συμφωνήσαμε να μου τηλεφωνήσει μόλις φτάσει. 2. (για αφηρ. ουσ. ή για πργ.) ταιριάζω. α. για κτ. που βρίσκεται σε λογική ακολουθία με κτ. άλλο: Aυτά που ισχυρίζεσαι τώρα δε συμφωνούν με όσα έλεγες τότε. β. (προφ.) για κτ. που σχηματίζει ένα αρμονικό ή λειτουργικό σύνολο μαζί με κτ. άλλο: Δε συμφωνεί η τσάντα μ΄ αυτά τα παπούτσια.
[λόγ.: 1α, 2: αρχ. συμφωνῶ· 1β: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμφωνών -ούσα -ούν [simfonón] Ε12β : (λόγ., συνήθ. ως ουσ., στον πληθ.) αυτός που συμφωνεί, που εκφράζει την ίδια άποψη με κπ. άλλο: Οι διαφωνούντες είναι περισσότεροι από τους συμφωνούντες.
[λόγ. μεε. του ρ. συμφωνώ]