Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμφραζόμενα τα [simfrazómena] Ο40 : ολοκληρωμένο τμήμα κειμένου ή προφορικού λόγου, στο οποίο ανήκει μια μεμονωμένη λέξη ή φράση, το νόημα της οποίας γίνεται σαφές, μόνο σε συσχετισμό με το συνολικό νόημα του κειμένου ή του λόγου.
[λόγ. < ελνστ. τά συμφραζόμενα μπε. του αρχ. συμφράζομαι `σκέπτομαι από κοινού΄]