Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμφοιτώ [simfitó] Ρ10.1α : είμαι συμφοιτητής με άλλον ή με άλλους.
[λόγ. < αρχ. συμφοιτῶ `πάω στο ίδιο σχολείο με άλλον΄ κατά τη σημ. της λ. συμφοιτητής]