Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμφοιτητής ο [simfititís] Ο7 θηλ. συμφοιτήτρια η [simfitítria] Ο27 : αυτός που φοιτά ή που φοίτησε στην ίδια πανεπιστημιακή σχολή και στο ίδιο ακαδημαϊκό έτος με άλλον ή με άλλους και ως προς τη σχέση του με αυτούς: Είναι ~ μου. Είμαστε συμφοιτητές. Συνάντηση παλαιών συμφοιτητριών.
[λόγ. < αρχ. συμφοιτητής `που μαθήτευσε στο ίδιο σχολείο΄ σημδ. γαλλ. condisciple· λόγ. συμφοιτη(τής) -τρια]