Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμφιλίωση η [simfilíosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συμφιλιώνω. 1. αποκατάσταση των καλών σχέσεων: H ~ των αντιπάλων / μητέρας και κόρης. Εθνική ~, των οπαδών αντίθετων ιδεολογικών ή πολιτικών παρατάξεων. 2. (μτφ.) συμβιβασμός καταστάσεων ή απόψεων: H ~ του παλιού με το καινούριο. || αποδοχή μιας πραγματικότητας που το άτομο τη θεωρούσε ασυμβίβαστη με τις επιθυμίες του: H ~ του σύγχρονου ανθρώπου με τις απάνθρωπες πόλεις.
[λόγ. συμφιλιω- (δες συμφιλιώνω) -σις > -ση]