Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπυκνώνω [simbiknóno] -ομαι Ρ1 : 1α.(τεχν.) κάνω κτ. πυκνότερο και συγχρόνως περιορίζω τον όγκο του, με τη μέθοδο της εξάτμισης ενός μέρους των υγρών συστατικών του: Tροφές που συμπυκνώνονται με αφυδάτωση. Συμπυκνωμένος χυμός φρούτων. Συμπυκνωμένο γάλα, εβαπο ρέ. || αυξάνω τη συνοχή ενός υλικού με συμπίεση: ~ το έδαφος. β. (φυσ.) υγροποιώ ή στερεοποιώ ένα αέριο με τη μέθοδο της ψύξης ή της συμπίεσης: Οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας όταν συμπυκνωθούν μετατρέπονται σε βροχή ή σε χιόνι. 2. (μτφ.) α. διατυπώνω ένα νόημα ή ένα σύνολο νοημάτων με λίγες λέξεις ή φράσεις καίριες και περιεκτικές: Στα λαϊκά γνωμικά συμπυκνώνεται όλη η λαϊκή σοφία. β. για πολύ έντονα και πλούσια βιώματα που ζωντανεύουν και εκφράζουν παλαιότερες ανάλογες καταστάσεις: Tα γεγονότα του ελληνοϊταλικού πολέμου συμπυκνώνουν τους μακροχρόνιους αγώνες του ελληνισμού για την ελευθερία.
[λόγ. < αρχ. συμπυκν(ῶ) -ώνω `συμπιέζω΄ σημδ. γαλλ. condenser]