Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπτωματολογικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπτωματολογικός -ή -ό [simptomatolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στη συμπτωματολογία.

[λόγ. < γαλλ. symptomatologique < symptomato log(ie) = συμπτωματολογ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες