Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπράγκαλα τα [simbráŋgala] Ο41 : (οικ.) πολλές και συνήθ. μικρές αποσκευές, σε χρήση κυρίως για να δηλώσουμε τη δυσκολία ή την ενόχληση που δημιουργεί η μεταφορά τους ή η παρουσία τους: Πού να κουβαλήσω όλα αυτά τα ~; Mάζεψε τα συμπράγκαλά σου και φύγε.
[ίσως συμ- (δες συν-) βεν. branc(a) `χεριά΄ -αλα, πληθ. του -αλο]