Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπορεύομαι [simborévome] Ρ5.1β : ακολουθώ μια πορεία μαζί με κπ. άλλο, συνεργάζομαι μαζί του με πνεύμα συμπάθειας και κατανόησης: Οι σύζυγοι συμπορεύονται στο δρόμο της ζωής. || συμφωνώ με τις κοινωνικές, ιδεολογικές ή πολιτικές απόψεις κάποιου και ακολουθώ την ίδια με αυτόν τακτική σε μια κοινή προσπάθεια: Tα κράτη της Ευρώπης συμπορεύονται στον αγώνα της οικονομικής ενοποίησης.
[λόγ. < αρχ. συμπορεύομαι `προχωρώ μαζί με κπ.΄ σημδ. αγγλ.(;) go along with]