Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπολεμιστής ο [simbolemistís] Ο7 θηλ. συμπολεμίστρια [simbole místria] Ο27 : αυτός που παίρνει ή που πήρε μέρος σε έναν πόλεμο μαζί με άλλον ή με άλλους και ως προς τη σχέση του με αυτούς: Συνάντηση παλαιών συμπολεμιστών.
[λόγ. συμ- (δες συν-) πολεμιστής κατά το αρχ. συμπολεμῶ `πολεμώ μαζί΄· λόγ. συμπολεμισ(τής) -τρια]