Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπληρωματικός -ή -ό [simbliromatikós] Ε1 : για κτ. που συμπληρώνει κτ. άλλο που λείπει ή για κτ. που προσθέτει κτ. επιπλέον: Θα χρειαστώ ένα συμπληρωματικό ποσό χρημάτων. Zήτησα συμπληρωματικές πληρο φορίες / διευκρινίσεις, για να σχηματίσω πλήρη εικόνα της κατάστασης. Στο νομοσχέδιο προστέθηκαν ορισμένες συμπληρωματικές διατάξεις. || (γεωμ.) συμπληρωματική γωνία, που μαζί με μία άλλη σχηματίζει μία ορθή. (φυσ.) συμπληρωματικά χρώματα, που όταν αναμειχθούν εξουδετερώνονται αμοιβαία και δίνουν το λευκό, και ως ουσ. το συμπληρωματικό, συμπληρωματικό χρώμα: Tο συμπληρωματικό του κόκκινου είναι το πράσινο.
συμπληρωματικά ΕΠIΡΡ: Έδωσα ~ χίλιες δραχμές. ~, θα έλεγα ότι [λόγ. < ελνστ. συμπληρωματικός `συστατικός΄ σημδ. γαλλ. complémentaire, supplémentaire]