Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπλήρωση η [simblírosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συμπληρώνω: Γιορτάστηκε η ~ εκατόν πενήντα χρόνων από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. H ~ του απαιτούμενου χρηματικού ποσού. H ~ του εντύπου της αίτησης. H ~ των κενών του κειμένου με τις λέξεις που λείπουν. H ~ του έργου θα απαιτήσει πολλά χρόνια, ολοκλήρωση, αποπεράτωση. Yπάρχουν πολλές συμπληρώσεις στο κείμενο, προσθήκες.
[λόγ. < ελνστ. συμπλήρω(σις) -ση]