Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπλέω [simbléo] Ρ αόρ. συνέπλευσα, απαρέμφ. συμπλεύσει : 1.για πλοίο που πλέει μαζί με άλλο πλοίο προς την ίδια κατεύθυνση. 2. (μτφ.) έχω τις ίδιες απόψεις με κπ. άλλον και ακολουθώ την ίδια τακτική για την εφαρμογή τους ή για την επικράτησή τους: Tα δύο κόμματα συμπλέουν σε οικονομικά θέματα.
[λόγ. < αρχ. συμπλέω]