Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπεριφέρομαι [simberiférome] Ρ αόρ. συμπεριφέρθηκα, απαρέμφ. συμπεριφερθεί : 1.αντιδρώ στα εξωτερικά ερεθίσματα με ορισμένο τρό πο, έχω μια ορισμένη συμπεριφορά· φέρομαι: Συμπεριφέρεται βίαια. Mου συμπεριφέρθηκε πολύ άσχημα. Συμπεριφέρεται σαν μικρό παιδί. Δεν ξέρει να συμπεριφερθεί, δεν έχει καλούς τρόπους συμπεριφοράς. || (για ζώο) αντιδρώ ενστικτωδώς. 2. (μτφ.) για αντίδραση ενός υλικού ή μιας κατασκευής στις εξωτερικές επιδράσεις: Tα αντισεισμικά κτίρια συμπεριφέρονται τελείως διαφορετικά από τις λιθόκτιστες κατασκευές.
[λόγ. < αρχ. συμπεριφέρομαι `μεταφέρομαι μαζί΄ (ελνστ. σημ.: `σχετίζομαι΄) σημδ. γαλλ. se comporter]