Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπεριλαμβάνω [simberilamváno] -ομαι Ρ (βλ. περιλαμβάνω) : περιλαμβάνω, υπολογίζω ή κατατάσσω κπ. ή κτ. μαζί με άλλους ή με άλλα: Στην τιμή του δωματίου συμπεριλαμβάνεται και το πρωινό. Στην ανθολογία θα συμπεριληφθούν και έργα ξένων ποιητών. Στον κατάλογο των υποψηφίων δε συμπεριλαμβάνεται το όνομά του. || (λόγ. έκφρ.) και του τάδε συμπεριλαμβανομένου: Είναι όλοι αναμεμειγμένοι στο σκάνδαλο, και του διευθυντή συμπεριλαμβανομένου.
[λόγ. < ελνστ. συμπεριλαμβάνω]