Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπερασματικός -ή -ό [simberazmatikós] Ε1 : που περιέχει, που εκφράζει ένα συμπέρασμα: Συμπερασματικές κρίσεις. || (γραμμ.): Συμπερασματικοί σύνδεσμοι, με τους οποίους εκφράζεται το συμπέρασμα ενός συλλογισμού, π.χ. ώστε, άρα, επομένως κτλ. Συμπερασματικές προτάσεις, που εισάγονται με συμπερασματικούς συνδέσμους· αποτελεσματικές.
συμπερασματικά ΕΠIΡΡ: Ύστερα από την εξέταση που κάναμε, μπορούμε ~ να αναφέρουμε τα εξής [λόγ. < ελνστ. συμπερασματικός]