Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπεθεριάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπεθεριάζω [simbeθerjázo] Ρ2.1α & συμπεθερεύω [simbeθerévo] Ρ5.2α : (οικ.) γίνομαι συγγενής εξ αγχιστείας με κπ.: Πάντρεψα την κόρη μου με το γιο του Γιάννη και συμπεθεριάσαμε. ΦΡ αν δεν ταιριάζαμε*, δε θα συμπεθεριάζαμε.

[μσν. συμπε(ν)θεριάζω < συμπένθερ(ος) -ιάζω με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] · συμπέθερ(ος) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες