Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπαρομαρτούντα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπαρομαρτούντα τα [simbaromartúnda] Ο (βλ. Ε12β) : (λόγ.) 1. επακόλουθα, παρεπόμενα. 2. ό,τι αποτελεί συμπλήρωμα: Mια εικόνα του Aδάμ, της Εύας με το φίδι και με όλα τα συμπαρομαρτούντα.

[λόγ. μεε. ουδ. πληθ. αρχ. συμπαρομαρτῶ `συνοδεύω΄ μτφρδ. γαλλ. ή αγγλ. concomitant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες