Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπαρασύρω [simbarasíro] -ομαι Ρ (βλ. παρασύρω) & συμπαρασέρνω [simbarasérno] -ομαι Ρ (βλ. παρασέρνω) : 1.παρασύρω κτ. μαζί με κτ. άλ λο: Ο χείμαρρος εκτός από τα δέντρα συμπαρέσυρε και πολλά σπίτια. 2. (μτφ.) με τις ενέργειες ή με την εξέλιξή μου δημιουργώ τις προϋποθέσεις να βρεθεί και κάποιος άλλος ή κτ. άλλο στην ίδια με εμένα κατάσταση ή να ακολουθήσει την ίδια πορεία: Στον ολισθηρό δρόμο που ακολούθησε συμπαρέσυρε και τους συνεργάτες του. H άνοδος της τιμής του πετρελαίου συμπαρασύρει και τις τιμές πολλών βιομηχανικών προϊόντων.
[λόγ. < ελνστ. συμπαρασύρω· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το σύρω > σέρνω]