Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπαραστέκομαι [simbarastékome] Ρ (βλ. στέκομαι) : βοηθώ κπ. με την ηθική ή υλική υποστήριξη που του παρέχω: Οι φίλοι μου μου συμπαραστάθηκαν στην αρρώστια μου. Συμπαραστέκεται σε όλους όσοι τον έχουν ανάγκη.
[λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. του συμπαρίσταμαι κατά το παρίσταμαι > παραστέκομαι]