Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπαθώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπαθώ [simbaθó] Ρ10.9α : ANT αντιπαθώ. 1. αισθάνομαι συμπάθεια για κπ., τρέφω για κπ. θετικά συναισθήματα, τα οποία όμως δεν τα χαρακτηρίζει η ένταση της αγάπης: Tον ~ πολύ, γιατί είναι ευγενικός, ειλικρινής και χαρούμενος άνθρωπος. Δεν τη συμπάθησα ποτέ αυτή τη γυναίκα. || αισθάνομαι ερωτικό ενδιαφέρον για κπ. ή για κάποια, όχι όμως δυνατό έρωτα. 2α. έχω κλίση και ενδιαφέρον για κτ.: Δεν τα ~ τα μαθηματικά. β. μου αρέσει κτ.: Tο ~ πολύ το κίτρινο.

[λόγ. < αρχ. συμπαθῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπαθών -ούσα -ούν [simbaθón] Ε12β : (λόγ., κυρ. ως ουσ.) χαρακτηρισμός ατόμου που δέχεται κάποια ιδεολογία, συνήθ. κομματική, χωρίς όμως να είναι οπαδός της.

[λόγ. μεε. του συμπαθώ μτφρδ. γαλλ. sympatisant (< sympathiser < sympathie < αρχ. συμπάθεια)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες