Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπαθητικός 1 -ή -ό [simbaθitikós] Ε1 : ANT αντιπαθητικός. 1. που προκαλεί τη συμπάθεια, τα φιλικά συναισθήματα των άλλων· συμπαθής: Είναι πολύ ~ άνθρωπος, θα σου αρέσει η συντροφιά του. || Tα γατάκια είναι συμπαθητικά ζωάκια. || Έχει συμπαθητική φωνή / συμπαθητικό πρόσωπο, ευχάριστο, που κινεί τη συμπάθεια. 2. για κτ. που ικανοποιεί τις απαιτήσεις μας και μας προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα: Φάγαμε σε ένα συμπαθητικό κεντράκι, που έχει ευχάριστο περιβάλλον. Ένα συμπαθητικό φουστανάκι, όμορφο, χωρίς όμως να είναι εντυπωσιακό.
συμπαθητικά ΕΠIΡΡ: Είναι πολύ ~ σ΄ αυτό το μέρος, όμορφα, ευχάριστα. [λόγ. < ελνστ. συμπαθητικός `συμπονετικός΄ & σημδ. γαλλ. sympathique (δες συμπαθής)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπαθητικός 2 -ή -ό : I1.(ανατ., φυσιολ.) συμπαθητικό νευρικό σύστημα, το αυτόνομο νευρικό σύστημα που ρυθμίζει τη λειτουργία των οργάνων του σώματος και λειτουργεί ανεξάρτητα από τη βούλησή μας. 2. που έχει σχέση με το συμπαθητικό νευρικό σύστημα: Συμπαθητικά γάγγλια. II. (χημ.) Συμπαθητική μελάνη, που χρησιμοποιείται στην κρυπτογραφία, επειδή τα ίχνη της γίνονται ορατά μόνο ύστερα από ειδική επεξεργασία ή κάτω από ειδικές συνθήκες.
[λόγ. < συμπαθητικός 1 σημδ. γαλλ. sympathique < αρχ. συμπάθεια, με βάση την ελνστ. σημ.: `αλληλεπίδραση μελών του σώματος΄ & την ελνστ. φρ. νεῦρα ἀλλήλοις συμπαθῆ]