Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπαίκτης ο [simbéktis] Ο10 θηλ. συμπαίκτρια [simbéktria] Ο27 & συμπαίχτης ο [simbéxtis] Ο10 θηλ. συμπαίχτρια [simbéxtria] Ο27 : αυτός που παίζει με κπ. άλλο, σε παιχνίδια δύο ή περισσότερων προσώπων.
[λόγ. < ελνστ. συμπαίκτης, συμπαίκτρια (αρχ. συμπαιστής, συμπαίστρια)· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]