Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπέθερος ο [simbéθeros] Ο20 πληθ. και συμπεθέροι, θηλ. συμπεθέρα [simbeθéra] Ο25α : 1.ο πατέρας / η μητέρα του συζύγου (γαμπρού) ή της συζύγου (νύφης), στη σχέση του με τον πατέρα / τη μητέρα του συζύγου ή της συζύγου: Ο Kώστας είναι συμπέθερός μου. Mε τη Mαρία είμαστε συμπεθέρες. || (αρσ., πληθ.) οι γονείς του συζύγου ή της συζύγου, στη μεταξύ τους σχέση. 2. συγγενής εξ αγχιστείας: Είμαστε συμπεθέροι με τους Παπαδοπουλαίους.
[μσν. συμπέ(ν)θερος με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] < ελνστ. συμπενθερός με μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.· μσν. συμπε(ν)θέρα με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] < ελνστ. συμπενθερά με μετακ. τόνου κατά το συμπένθερος]