Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπάσχω [simbásxo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. συνέπασχα : πάσχω μαζί με τον πάσχοντα, αισθάνομαι βαθιά λύπη για τον ψυχικό ή το σωματικό πόνο του.
[λόγ. < αρχ. συμπάσχω]