Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμμορφώνω [simorfóno] -ομαι Ρ1 : 1α.διορθώνω τη συμπεριφορά κάποιου, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα αγωγής: Προσπαθώ με τις συμβουλές μου να τον συμμορφώσω. Aυτό το παιδί δε συμμορφώνεται με τίποτα. || (παθ.) συνετίζομαι: Έγινες άντρας κι ακόμη δε συμμορφώθηκες. β. (οικ.) κάνω κπ. ή κτ. να φαίνεται καλύτερο, του διορθώνω την εμφάνιση ή την ποιότητα: Συμμορφώθηκε λίγο με το καινούριο της φόρε μα / χτένισμα. Θα αλλάξω κουρτίνες για να το συμμορφώσω αυτό το δωμάτιο. Tην ξαναδούλεψα την έκθεσή μου και τη συμμόρφωσα. 2. (παθ.) προσαρμόζω τις ενέργειες, τη συμπεριφορά μου σε κπ. κανονισμό ή σε κάποιο υπόδειγμα: Πρέπει να συμμορφωθούμε με το νέο πρόγραμμα του σχολείου / προς τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
[λόγ. < ελνστ. συμμορφ(ῶ) -ώνω `δίνω την ίδια μορφή΄ & σημδ. γαλλ. se conformer]