Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμμορίτης ο [simorítis] Ο10 θηλ. συμμορίτισσα [simorítisa] Ο27 : αυτός που είναι μέλος συμμορίας. || (ειδικότ., μειωτ.) χαρακτηρισμός που απέδιδαν οι κυβερνητικοί σε μαχητή των ανταρτικών δυνάμεων, κατά τον εμφύλιο πόλεμο (1946-49) στην Ελλάδα· κομμουνιστοσυμμορίτης.
[λόγ. < ελνστ. συμμορίτης `μέλος συμμορίαςΙΙ΄ κατά τη σημ. του συμμορίαΙ· λόγ. συμμορίτ(ης) -ισσα]