Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμμετοχή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμμετοχή η [simetoxí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συμμετέχω. 1. συνεργασία στην εκτέλεση ενός έργου, ενεργητική παρουσία σε κπ. τομέα δραστηριότητας: Δεν αποδείχτηκε η ~ του στο έγκλημα. Έχει ενεργό ~ στην πολιτική / κοινωνική / πνευματική ζωή του τόπου. Οι ασκήσεις έγιναν με τη ~ του στρατού και του ναυτικού. Εξασφαλίστηκε η ~ γνωστών καλλιτεχνών στο Φεστιβάλ Aθηνών. || για υλικό αγαθό που δικαιούται ή που οφείλει κάποιος: Οι μέτοχοι έχουν ~ στα κέρδη και στις ζημίες της εταιρείας. α2. το να παίρνει μέρος κάποιος σε μια εκδήλωση, σε ένα γεγονός: H ~ του κοινού στις παραστάσεις ήταν μικρή / μεγάλη / αθρόα. Δικαίωμα συμμετοχής στην εκδρομή έχουν τα μέλη του συλλόγου. Ξένες εταιρείες δήλωσαν ~ στην Έκθεση. β1. αυτός που συμμετέχει σε κτ.: Φέτος στη Διεθνή Έκθεση είχαμε συμμετοχές από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. β2. η υλική προσφορά με την οποία συμμετέχει κάποιος σε κτ.: H ~ είναι χίλιες δραχμές. γ. για κτ. που ασκεί θετική ή αρνητική επίδραση σε μια κατάσταση: H ~ του συναισθηματικού παράγοντα στην τελική του απόφαση ήταν πολύ μεγάλη. 2. εκδήλωση ενδιαφέροντος και συμπαράστασης: H ~ του κόσμου στο δράμα των προσφύγων ήταν μεγάλη.

[λόγ. < ελνστ. συμμετοχή `μερίδιο΄ & σημδ. γαλλ. participation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες