Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμμαχικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμμαχικός -ή -ό [simaxikós] Ε1 : 1.που ανήκει σε συμμάχους ή που αποτελείται από συμμάχους: ~ στρατός. Συμμαχικές δυνάμεις. Συμμαχικό στρατόπεδο / νεκροταφείο. 2. που γίνεται, που εκτελείται από συμμάχους: Συμμαχική επέμβαση. Συμμαχικά γυμνάσια. 3. που έχει σχέση με τη συμμαχία: Συμμαχικές υποχρεώσεις. συμμαχικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. συμμαχικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες