Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμμαζεύω [simazévo] -ομαι Ρ5.2 : ΣYN μαζεύω. 1α. συγκεντρώνω αντικείμενα που είναι διασκορπισμένα: Συμμάζεψε τα παιχνίδια σου από το πάτωμα. Πρέπει να συμμαζέψω τα βιβλία μου που τα έχω δανείσει εδώ κι εκεί. β. τακτοποιώ, τοποθετώ κτ. στη θέση του: Έστρωσα τα κρεβάτια, έβαλα τα ρούχα στα ντουλάπια και άφησα το σπίτι συμμαζεμένο, συγυρι σμένο. Kάναμε μετακόμιση και δε συμμαζευτήκαμε ακόμη, δε συμμαζέψαμε, δεν τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας. Συμμάζεψε τα μαλλιά σου με το χτενάκι. || (παθ.) περιποιούμαι τον εαυτό μου και το ντύσιμό μου: Συμμαζέψου, μη βγαίνεις έξω αχτένιστη και άντυτη. 2. περιορίζω τις διαστάσεις, την έκταση. α. διπλώνω ή στερεώνω κτ., έτσι ώστε να κοντύνει ή να στενέψει: Συμμάζεψε την κουβέρτα, γιατί κρέμεται / τη φούστα, γιατί κρεμάει. ΦΡ
και δε συμμαζεύεται, επιτακτικά, ύστερα από παράθεση μιας σειράς μεμπτών ή δυσάρεστων προσώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων: Έχουμε διάφορες ναζιστικές, αναρχικές, εξτρεμιστικές οργανώσεις και δε συμμαζεύεται. β. (οικ.) συντομεύω ένα κείμενο και συγχρόνως φροντίζω το ύφος του. 3α. περιορίζω τις κινήσεις και τη δραστηριότητα κάποιου, που θεωρώ ότι έχει παρεκκλίνει από τα όρια της τάξης και της ευπρέπειας: Kοίτα να συμμαζέψεις τα παιδιά σου, που γυρίζουν όλη μέρα στους δρόμους. Aπό τότε που παντρεύτηκε συμμαζεύτηκε και άφησε τις παρέες και τα ξενύχτια. || (μππ.) που είναι σεμνός στην εξωτερική εμφάνιση και στη συμπεριφορά: Είναι πολύ συμμαζεμένο κορίτσι. β. παίρνω υπό την προστασία μου κπ. που είναι τελείως απροστάτευτος: Έμεινε ορφανός και τον συμμάζεψε μια θεία του. || Tον συμμάζεψε στο σπίτι της, τον έπεισε να μένουν μαζί.
[συμ- (δες συν-) μαζεύω]