Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμμάζεμα το [simázema] Ο49 : η ενέργεια του συμμαζεύω· μάζεμα. 1α. συγκέντρωση διασκορπισμένων αντικειμένων: Άρχισε με το ~ των βιβλίων και μετά μάζεψε και τα ρούχα σου. β. τακτοποίηση: Tο ~ του σπιτιού, συγύρισμα. Tα μαλλιά σου θέλουν ~. 2. περιορισμός: α. των διαστάσεων: Mε λίγο ~ θα σταθεί καλύτερα ο γιακάς. β. των κινήσεων ή της δραστηριότητας: Tα παιδιά θέλουν ~ τώρα που άρχισαν τα σχολεία. 3. προστασία ανθρώπου εγκαταλειμμένου.
[συμμαζεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]