Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμβουλεύω [simvulévo] -ομαι Ρ5.2, Ρ5.1 : 1.λέω σε κπ. τη γνώμη μου, σχετικά με το πώς πρέπει να ενεργήσει ή να συμπεριφερθεί και τον παρακινώ να ακολουθήσει τη γνώμη μου αυτή· δίνω συμβουλή: Ο καθηγητής μου με συμβούλεψε να συνεχίσω τις σπουδές μου. Tι με συμβουλεύεις να κάνω; Δε θα σε συμβούλευα να πουλήσεις το σπίτι σου. 2. (παθ.) α. ζητώ τη συμβουλή κάποιου: Έχει μεγάλη πείρα και τον συμβουλεύομαι πάντοτε, πριν πάρω οποιαδήποτε απόφαση. Πρέπει να συμβουλευτείς ένα γιατρό / δικηγόρο / μηχανικό για το πρόβλημά σου. β. ζητώ πληροφορίες, βοηθητικά στοιχεία σε κάποιο έντυπο, σχέδιο, όργανο κτλ.: Συμβουλεύομαι τις σημειώσεις μου / το λεξικό / τον τηλεφωνικό κατάλογο / το χάρτη / το ρολόι.
[λόγ. < αρχ. συμβουλεύω `δίνω συμβουλή΄, -εύομαι `ζητώ τη συμβουλή κπ.΄ & σημδ. γαλλ. consulter]