Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμβουλευτικός -ή -ό [simvuleftikós] Ε1 : που δίνει συμβουλές χωρίς όμως να έχει τη δικαιοδοσία ή το σκοπό να τις επιβάλει: ~ σταθμός, για νέους, για μητέρες κτλ.: Συμβουλευτική επιτροπή. || που έχει το χαρακτή ρα της συμβουλής, της πρότασης: Συμβουλευτική γνώμη / ψήφος.
συμβουλευτικά ΕΠIΡΡ: Tου πρότεινα, ~ μόνο, να αποφύγει αυτή την ενέργεια. [λόγ. < αρχ. συμβουλευτικός `παραινετικός, εξεταστικός΄ σημδ. γαλλ. consultatif]