Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμβουλάτορας ο [simvulátoras] Ο5 : α.άτομο που συστηματικά συμβουλεύει και καθοδηγεί κάποιο άλλο, συνήθ. ειρωνικά, για κπ. που οι συμβουλές του οδηγούν σε λανθασμένες ενέργειες: Δε χρειαζόμαστε συμβουλάτορες. β. (ιστ.) σύμβουλος.
[λόγ. < μσν. συμβουλάτωρ, αιτ. -άτορα < συμβουλ(ή) -άτωρ (δες -άτορας)]