Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμβολίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμβολίζω [simvolízo] -ομαι Ρ2.1 : χρησιμοποιώ ένα σύμβολο για να παραστήσω ή για να εκφράσω μια αφηρημένη έννοια: Tον έρωτα τον συμβολίζουν με ένα φτερωτό παιδί που ρίχνει βέλη. H νίκη συμβολίζεται με τη δάφνη. || για κτ. που χρησιμοποιείται ως σύμβολο: Ο αγκυλωτός σταυρός συμβολίζει το φασισμό. H κουκουβάγια συμβολίζει τη σοφία.

[λόγ. σύμβολ(ον)1 -ίζω μτφρδ. γαλλ. symboliser (δες σύμβολο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες